λιθαργύρινος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(6_10)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθαργύρῐνος''': -η, -ον, ἀνήκων εἰς ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς λιθάργυρον, Ἀριστοφ. Σοφ. Ἔλεγχ. 1, 2.
|lstext='''λῐθαργύρῐνος''': -η, -ον, ἀνήκων εἰς ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς λιθάργυρον, Ἀριστοφ. Σοφ. Ἔλεγχ. 1, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιθαργύρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λιθάργυρος]]<br />αυτός που προέρχεται από λιθάργυρο ή μοιάζει μ' αυτόν.
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθαργύρῐνος Medium diacritics: λιθαργύρινος Low diacritics: λιθαργύρινος Capitals: ΛΙΘΑΡΓΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: lithargýrinos Transliteration B: lithargyrinos Transliteration C: lithargyrinos Beta Code: liqargu/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of or like λιθάργυρος, Arist.SE164b23.

German (Pape)

[Seite 44] aus λιθάργυρος gemacht, Arist. soph. elench. 1, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθαργύρῐνος: -η, -ον, ἀνήκων εἰς ἢ ὅμοιος πρὸς λιθάργυρον, Ἀριστοφ. Σοφ. Ἔλεγχ. 1, 2.

Greek Monolingual

λιθαργύρινος, -ίνη, -ον (Α) λιθάργυρος
αυτός που προέρχεται από λιθάργυρο ή μοιάζει μ' αυτόν.