ἐκφαυλίζω: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκφαυλίζω''': [[ὑποβιβάζω]], [[ἐξευτελίζω]], περιφρονῶ, θεωρῶ ἀνάξιον λόγου, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόν. 11· [[ἀπορρίπτω]] τι ὡς μὴ καλόν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 37· μετ᾿ ἀπαρεμ., ἀπαξιῶ νὰ πράξω τι, οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (δηλ. ἵππον) ἰάσασθαι [[αὐτόθι]] 11. 31. | |lstext='''ἐκφαυλίζω''': [[ὑποβιβάζω]], [[ἐξευτελίζω]], περιφρονῶ, θεωρῶ ἀνάξιον λόγου, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόν. 11· [[ἀπορρίπτω]] τι ὡς μὴ καλόν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 37· μετ᾿ ἀπαρεμ., ἀπαξιῶ νὰ πράξω τι, οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (δηλ. ἵππον) ἰάσασθαι [[αὐτόθι]] 11. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déprécier, acc. ; ἐκφ. ποιεῖν [[τι]] ÉL dédaigner de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φαῦλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
A depreciate, disparage, pour contempt on, J.AJ2.14.1, al., Arr.An.1.13.6, Luc.Merc.Cond.11, Hld.10.12; τινὰ τῆς ὀργῆς J. AJ5.8.6; reject with scorn, Ael.VH9.41, NA4.37 (Pass.): c. inf., disdain to do, ib.11.31.
German (Pape)
[Seite 784] schlecht machen, verkleinern, verschmähen, τί, Luc. merc. cond. 11 u. a. Sp.; τινός, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφαυλίζω: ὑποβιβάζω, ἐξευτελίζω, περιφρονῶ, θεωρῶ ἀνάξιον λόγου, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόν. 11· ἀπορρίπτω τι ὡς μὴ καλόν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 37· μετ᾿ ἀπαρεμ., ἀπαξιῶ νὰ πράξω τι, οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (δηλ. ἵππον) ἰάσασθαι αὐτόθι 11. 31.
French (Bailly abrégé)
déprécier, acc. ; ἐκφ. ποιεῖν τι ÉL dédaigner de faire qch.
Étymologie: ἐκ, φαῦλος.