νοητικός: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ταχέως]], [[ὀξέως]] νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ [[αἰσθητικός]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. [[ψυχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ [[δύναμις]] τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ. | |lstext='''νοητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ταχέως]], [[ὀξέως]] νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ [[αἰσθητικός]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. [[ψυχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ [[δύναμις]] τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />doué de la faculté de penser, doué d’intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[νοητός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A intellectual, opp. αἰσθητικός, τὸ ν. Arist.de An.402b16; τὰ ν. μόρια Id.EN1139b12; ἡ ν. ψυχή, opp. ἡ αἰσθητική, Id.GA736b14, de An.429a28. Adv. νο-κῶς Porph.Gaur.17.6.
Greek (Liddell-Scott)
νοητικός: -ή, -όν, ὁ ταχέως, ὀξέως νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ αἰσθητικός, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. ψυχή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ δύναμις τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
doué de la faculté de penser, doué d’intelligence.
Étymologie: νοητός.