αἰσθητικός

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσθητικός Medium diacritics: αἰσθητικός Low diacritics: αισθητικός Capitals: ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aisthētikós Transliteration B: aisthētikos Transliteration C: aisthitikos Beta Code: ai)sqhtiko/s

English (LSJ)

αἰσθητική, αἰσθητικόν,
A of sense-perception or for sense-perception, sensitive, perceptive, Pl. Ti.67a, etc.; ζῷα-κώτερα Thphr. Sens.29; αἰ. ἀναθυμίασις, of the soul, Zeno Stoic.1.39; τὸ αἰσθητικὸν [τῆς ψυχῆς] Diog.Oen.Fr.39; ζωὴ αἰσθητική Arist.EN1098a2; quick, γραῦς Alex.65. Adv. αἰσθητικῶς ἔχειν to be quick of perception, Arist.EE1230b37; κινεῖσθαι Arr.Epict.1.14.7, S.E.M.7.356; αἰσθητικῶς ἔχειν ἑαυτοῦ c. part., to be conscious of oneself doing, Ael.VH14.23; αἰσθητικῶς γιγνώσκειν Procl.in Prm.p.754 S.
II of things, perceptible, Plu.2.90b.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que percibe por los sentidos, sensitivo τρίτον δὲ αἰσθητικὸν ἐν ἡμῖν μέρος ... τὸ περὶ τὴν ἀκοήν Pl.Ti.67a, ζῷα Thphr.Sens.29, τὴν ψυχὴν λέγει αἰσθητικὴν ἀναθυμίασιν Zeno Stoic.1.39, (ζωή) Arist.EN 1098a2, δύναμις Ptol.Iudic.5.19
subst. τὸ αἰσθητικόν (τοῦ σώματος) Diog.Oen.37.4.1.
2 perspicaz γραῦς Alex.85.
3 perceptible, claro como pred. ἡ τοῦ ‘εἰπεῖν’ λέξις ... αἰσθητικώτερον ἡμῖν τὴν νοητὴν ὑποδείκνυσι θεωρίαν Gr.Nyss.Eun.2.227.
II adv. αἰσθητικῶς
1 sensorialmente ἔχειν Arist.EE 1230b37, κινεῖσθαι Arr.Epict.1.14.7, cf. S.E.M.7.356.
2 perspicazmente, dándose cuenta εἴ ποτε ... εἶχεν αἰ. ἑαυτοῦ εἰς θυμὸν ἐξαγομένου si alguna vez se daba cuenta de que era arrastrado a la ira Ael.VH 14.23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui a la faculté de sentir, qui a la faculté de comprendre, gén.;
2 qui peut être perçu par les sens.
Étymologie: αἰσθάνομαι.

German (Pape)

empfindend, wahrnehmend, τρίτον μέρος αἰσθ. τὸ περὶ τὴν ἀκοήν, Plat. Tim. 67a; ζωή Arist. Eth. Nic. 1.7.12; τινὀς, oft Plut.; – τὰ αἰσθητικά, das Wahrnehmbare, Plut. cap. host. util. p. 279.
• Adv., αἰσθητικῶς ἔχω ἐμαυτοῦ, ich merke an mir, Ael. V.H. 14.23.

Russian (Dvoretsky)

αἰσθητικός:
1 чувствующий, ощущающий (ζωή Arst.; περί τινος Plat. или αἰ. τινος Plut.);
2 чувственно воспринимаемый, чувственный (τὰ αἰσθητικὰ καὶ τὰ σωματικά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰσθητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἢ ἐπιτήδειος πρὸς τὴν διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντίληψιν, ὁ εὐκόλως αἰσθανόμενος, Πλάτ. Τίμ. 67Α. ζωὴ αἰσθητική, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12: - καθόλου, ταχύς, ὀξύνους, γραῦς, Ἄλεξ. ἐν τῇ «Εἰς τὸ «Φρέαρ» 1. - Ἐπίρρ. αἰσθητικῶς ἔχειν, ἔχω ταχεῖαν αἴσθησιν ἀντιλήψεως, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 2, 8· αἴσθ. ἔχειν ἑαυτοῦ, μετὰ μετοχ., ἔχω συναίσθησιν, συνείδησιν ἐμαυτοῦ ποιοῦντός τι, Αἰλ. Ποικίλ. Ἱστ. 14. 23. 2) παθ. ὀδύνη αἰσθητική, ὀξύς, δριμὺς πόνος, Γαλην. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐμφανής, δῆλος, εὐαντίληπτος, εὐνόητος, Πλούτ. 2. 90Β.

Greek Monotonic

αἰσθητικός: -ή, -όν (αἰσθάνομαι), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην αντίληψη μέσω των αισθήσεων, ικανός να αντιλαμβάνεται ή να αισθάνεται με ευκολία, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. αἰσθητικῶς ἔχειν, έχω ταχεία αντιληπτική αίσθηση, είμαι εύστροφος, σε Αριστ.
II. λέγεται για πράγματα, εμφανής, εύληπτος, ευνόητος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

αἰσθάνομαι
I. of or for perception by the senses, perceptive, Plat., etc.:—adv. αἰσθητικῶς ἔχειν to be quick of perception, Arist.
II. of things, perceptible, Plut.