πολύδονος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύδονος''': -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, [[πολυκλόνητος]], [[πλάνη]] Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος. | |lstext='''πολύδονος''': -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, [[πολυκλόνητος]], [[πλάνη]] Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui s’agite beaucoup.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δονέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A much-driven, πλάνη A.Pr.788.
German (Pape)
[Seite 662] viel bewegt, πλάνη, viel herumgetrieben, Aesch. Prom. 790.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδονος: -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, πολυκλόνητος, πλάνη Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος.