Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρπίον: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(6_22)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρπίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ καρπός, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 32. ΙΙ. «ἑλλέβορον, τὸ ἰδιωτικῶς [[καρπίον]] καλούμενον» Ἱππιατρ. σ. 43, 15.
|lstext='''καρπίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ καρπός, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 32. ΙΙ. «ἑλλέβορον, τὸ ἰδιωτικῶς [[καρπίον]] καλούμενον» Ἱππιατρ. σ. 43, 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρπίον]], τὸ (AM) [[[καρπός]] (Ι)]<br /><b>μσν.</b><br />το [[φυτό]] [[ελλέβορος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[καρπός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[καρπία]]<br />κλονία», τα ισχία.
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπίον Medium diacritics: καρπίον Low diacritics: καρπίον Capitals: ΚΑΡΠΙΟΝ
Transliteration A: karpíon Transliteration B: karpion Transliteration C: karpion Beta Code: karpi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of καρπός (A), Thphr.Od.32, BGU1120.50 (i B. C.).    II vulgar name for ἐλλέβορος, Hippiatr.11.    III καρπία· κλονία (fort. κλωνία), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καρπίον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρπός, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 32. ΙΙ. «ἑλλέβορον, τὸ ἰδιωτικῶς καρπίον καλούμενον» Ἱππιατρ. σ. 43, 15.

Greek Monolingual

καρπίον, τὸ (AM) [[[καρπός]] (Ι)]
μσν.
το φυτό ελλέβορος
αρχ.
1. μικρός καρπός
2. (κατά τον Ησύχ.) «καρπία
κλονία», τα ισχία.