ἀργυρόπεζα: Difference between revisions
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρόπεζα''': ἡ, ἀργυροῦς ἔχουσα πόδας, σύνηθες ἐπίθετον τῆς Θέτιδος, [[ἀργυρόπεζα]] [[Θέτις]], «[[λαμπρόπους]], ἀπὸ μέρους ὅλη καλή, [[πέζα]] γὰρ ὁ ποὺς» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 538· [[προσέτι]] τῆς Ἀφροδίτης, [[ὑπέδεκτο]] δ’ ἀργυρόπεζ’ Ἀφροδίτα Πινδ. ΙΙ. 9. 16: - [[ἐντεῦθεν]], παρὰ μεταγ. ἐσχηματίσθη ἐπίθετον, ἀργυρόπεζος, ον, Ἀνθ. 5. 60. | |lstext='''ἀργῠρόπεζα''': ἡ, ἀργυροῦς ἔχουσα πόδας, σύνηθες ἐπίθετον τῆς Θέτιδος, [[ἀργυρόπεζα]] [[Θέτις]], «[[λαμπρόπους]], ἀπὸ μέρους ὅλη καλή, [[πέζα]] γὰρ ὁ ποὺς» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 538· [[προσέτι]] τῆς Ἀφροδίτης, [[ὑπέδεκτο]] δ’ ἀργυρόπεζ’ Ἀφροδίτα Πινδ. ΙΙ. 9. 16: - [[ἐντεῦθεν]], παρὰ μεταγ. ἐσχηματίσθη ἐπίθετον, ἀργυρόπεζος, ον, Ἀνθ. 5. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας;<br /><i>adj. f;<br />c.</i> [[ἀργυρόπους]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A silver-footed (or -sandalled), epith. of Thetis, Il.1.538, al.; of Aphrodite, Pi.P.9.9, cf. Orph.Fr. 275; of Artemis, Nonn.D.34.47:—hence Adj. ἀργῠρό-πεζος, ον, AP5.59 (Rufin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόπεζα: ἡ, ἀργυροῦς ἔχουσα πόδας, σύνηθες ἐπίθετον τῆς Θέτιδος, ἀργυρόπεζα Θέτις, «λαμπρόπους, ἀπὸ μέρους ὅλη καλή, πέζα γὰρ ὁ ποὺς» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 538· προσέτι τῆς Ἀφροδίτης, ὑπέδεκτο δ’ ἀργυρόπεζ’ Ἀφροδίτα Πινδ. ΙΙ. 9. 16: - ἐντεῦθεν, παρὰ μεταγ. ἐσχηματίσθη ἐπίθετον, ἀργυρόπεζος, ον, Ἀνθ. 5. 60.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f;
c. ἀργυρόπους.