σφραγιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
(6_12) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφρᾱγιστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ σφραγίζων, δηλ. [[δακτύλιος]] [[μετὰ]] σφραγιδολίθου, [[σφραγίς]], Διοκλῆς παρὰ Διογ. Λ. 7. 50. - Ἐπίθ., σφρ. [[λίθος]], ὁ [[λίθος]] δακτυλίου χρησιμεύοντος ὡς σφραγῖδος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 9. 565. | |lstext='''σφρᾱγιστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ σφραγίζων, δηλ. [[δακτύλιος]] [[μετὰ]] σφραγιδολίθου, [[σφραγίς]], Διοκλῆς παρὰ Διογ. Λ. 7. 50. - Ἐπίθ., σφρ. [[λίθος]], ὁ [[λίθος]] δακτυλίου χρησιμεύοντος ὡς σφραγῖδος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 9. 565. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός με τον οποίο σφραγίζεται [[κάτι]] («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] με σφραγιδόλιθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφραγίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τὴρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κομισ</i>-<i>τήρ</i>, <i>σωφρονισ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A sealer, i.e. sealring, signet, Nicom.Ar.1.23, D.L.7.50.
German (Pape)
[Seite 1052] ῆρος, ὁ, der Siegler, der Siegelring (?).
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σφραγίζων, δηλ. δακτύλιος μετὰ σφραγιδολίθου, σφραγίς, Διοκλῆς παρὰ Διογ. Λ. 7. 50. - Ἐπίθ., σφρ. λίθος, ὁ λίθος δακτυλίου χρησιμεύοντος ὡς σφραγῖδος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 9. 565.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
μσν.
ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)
αρχ.
δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα -τὴρ (πρβλ. κομισ-τήρ, σωφρονισ-τήρ)].