χαρίσιος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰρίσιος''': [ῑ], -α, -ον, = [[χαριστήριος]], ἔδνον Καλλ. Ἀποσπ. 193· χαρίσια, δηλ. δῶρα, Σουΐδ. 2) χαρισία [[βοτάνη]], «ἐν ὄρει Ταϋγέτῳ γίνεσθαι βοτάνην καλουμένην χαρισίαν, ἣν γυναῖκες ἔαρος ἀρχομένου τοῖς τραχήλοις περιάπτουσι, καὶ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν συμπαθέστερον ἐρῶνται» Ἀριστ. π. Θαυμασ. 163. ΙΙ. χ. [[πλακοῦς]], [[εἶδος]] πλακοῦντος, πέμψω πλακοῦντ’ εἰς ἑσπέραν χαρίσιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 6· ἐξεπήδησ’ [[ἀρτίως]] πέττουσα τὸν χαρίσιον (ἐξυπ. πλακοῦντα) Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 668D. III. τὰ Χαρίσια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), = [[Χαριτήσια]], πρβλ. 1843. 25.
|lstext='''χᾰρίσιος''': [ῑ], -α, -ον, = [[χαριστήριος]], ἔδνον Καλλ. Ἀποσπ. 193· χαρίσια, δηλ. δῶρα, Σουΐδ. 2) χαρισία [[βοτάνη]], «ἐν ὄρει Ταϋγέτῳ γίνεσθαι βοτάνην καλουμένην χαρισίαν, ἣν γυναῖκες ἔαρος ἀρχομένου τοῖς τραχήλοις περιάπτουσι, καὶ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν συμπαθέστερον ἐρῶνται» Ἀριστ. π. Θαυμασ. 163. ΙΙ. χ. [[πλακοῦς]], [[εἶδος]] πλακοῦντος, πέμψω πλακοῦντ’ εἰς ἑσπέραν χαρίσιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 6· ἐξεπήδησ’ [[ἀρτίως]] πέττουσα τὸν χαρίσιον (ἐξυπ. πλακοῦντα) Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 668D. III. τὰ Χαρίσια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), = [[Χαριτήσια]], πρβλ. 1843. 25.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’on donne en signe de reconnaissance : τὸ χαρίσιον la plante d’amour, <i>sorte de plante qui croissait sur le Taygète et dont les Lacédémoniennes usaient comme de philtre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρίσιος Medium diacritics: χαρίσιος Low diacritics: χαρίσιος Capitals: ΧΑΡΙΣΙΟΣ
Transliteration A: charísios Transliteration B: charisios Transliteration C: charisios Beta Code: xari/sios

English (LSJ)

[ῑ], α, ον,

   A of thanksgiving, ἕδνον Call.Fr.193.    2 free, χαρίσια free gifts, Dam.Isid.216.    3 χαρισία βοτάνη love-plant, used as a philtre, Arist.Mir.846b7, Ps.-Plu.Fluv.17.4.    II χ. πλακοῦς, a sort of cake, Ar.Fr.202; πέττουσα τὸν χ. (sc. πλακοῦντα) Eub.2, cf. Ath.15.668c.    III τὰ Χαρίσια (sc. ἱερά), = Χαριτήσια, Eust.1843.24.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, eine Art Kuchen, Eubul. bei Ath. XV, 668 d, vgl. XIV, 646 c. zur χάρις gehörig, = χαριστήριος; Callim. frg. 193; χαρισία βοτάνη, Liebeskraut, Arist. mirab. 174; τὰ χαρίσια, sc. ἱερά = χαριτήσια.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρίσιος: [ῑ], -α, -ον, = χαριστήριος, ἔδνον Καλλ. Ἀποσπ. 193· χαρίσια, δηλ. δῶρα, Σουΐδ. 2) χαρισία βοτάνη, «ἐν ὄρει Ταϋγέτῳ γίνεσθαι βοτάνην καλουμένην χαρισίαν, ἣν γυναῖκες ἔαρος ἀρχομένου τοῖς τραχήλοις περιάπτουσι, καὶ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν συμπαθέστερον ἐρῶνται» Ἀριστ. π. Θαυμασ. 163. ΙΙ. χ. πλακοῦς, εἶδος πλακοῦντος, πέμψω πλακοῦντ’ εἰς ἑσπέραν χαρίσιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 6· ἐξεπήδησ’ ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον (ἐξυπ. πλακοῦντα) Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 668D. III. τὰ Χαρίσια (ἐξυπακ. ἱερά), = Χαριτήσια, πρβλ. 1843. 25.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on donne en signe de reconnaissance : τὸ χαρίσιον la plante d’amour, sorte de plante qui croissait sur le Taygète et dont les Lacédémoniennes usaient comme de philtre.
Étymologie: χάρις.