φυγαδεία: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(6_9) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠγᾰδεία''': ἡ, [[ἐξορία]], Πολύβ. 6. 14, 7. 2) [[φυγή]], δούλων Ἑβδ. (Β΄ Ἔσδρ. Δ΄, 15). ΙΙ. [[σῶμα]] φυγάδων, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 20. Κῶδ. Ἀλεξ.). | |lstext='''φῠγᾰδεία''': ἡ, [[ἐξορία]], Πολύβ. 6. 14, 7. 2) [[φυγή]], δούλων Ἑβδ. (Β΄ Ἔσδρ. Δ΄, 15). ΙΙ. [[σῶμα]] φυγάδων, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 20. Κῶδ. Ἀλεξ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[φυγαδείη]], ἡ, ΜΑ [[φυγαδεύω]]<br />[[φυγή]], [[εξορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δραπέτευση]] («καὶ φυγαδεῑαι δούλων γίνονται ἐν μέσῳ αὐτῆς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[σώμα]] ή [[πλήθος]] φυγάδων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A exile, banishment, Plb.6.14.7, Vett. Val.94.1. II body of fugitives, LXX Ez. 17.21 cod.Alex.
German (Pape)
[Seite 1311] ἡ, das Vertreiben, Verbannen, die Flucht, Verbannung, Sp., wie Pol. 6, 14, 7.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγᾰδεία: ἡ, ἐξορία, Πολύβ. 6. 14, 7. 2) φυγή, δούλων Ἑβδ. (Β΄ Ἔσδρ. Δ΄, 15). ΙΙ. σῶμα φυγάδων, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 20. Κῶδ. Ἀλεξ.).
Greek Monolingual
και φυγαδείη, ἡ, ΜΑ φυγαδεύω
φυγή, εξορία
αρχ.
1. δραπέτευση («καὶ φυγαδεῑαι δούλων γίνονται ἐν μέσῳ αὐτῆς», ΠΔ)
2. σώμα ή πλήθος φυγάδων.