ὀρχάμη: Difference between revisions
From LSJ
ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
(6_9) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρχάμη''': ἡ, = [[ὄρχατος]], 2, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 147· [[ἴσως]] ὁ ἀληθὴς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὁρκάνη]] ἀντὶ [[ἑρκάνη]]. | |lstext='''ὀρχάμη''': ἡ, = [[ὄρχατος]], 2, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 147· [[ἴσως]] ὁ ἀληθὴς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὁρκάνη]] ἀντὶ [[ἑρκάνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρχάμη]], ἡ (Α)<br />[[ακαλλιέργητος]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ., που [[πρέπει]] να διορθωθεί σε [[ὁρκάνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A an uncultivated copse, v.l. in Poll.7.147.
German (Pape)
[Seite 389] ἡ, ein eingeschlossenes, mit wilden Bäumen bepflanztes Stück Land, ein Park, Poll. 7, 147. Vgl. ὀρχάνη.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχάμη: ἡ, = ὄρχατος, 2, Πολυδ. Ζ΄, 147· ἴσως ὁ ἀληθὴς τύπος εἶναι ὁρκάνη ἀντὶ ἑρκάνη.
Greek Monolingual
ὀρχάμη, ἡ (Α)
ακαλλιέργητος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ., που πρέπει να διορθωθεί σε ὁρκάνη.