ἀνακοιρανέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακοιρᾰνέω''': ἄρχω, βασιλεύω, διοικῶ, ἔν τινι τόπῳ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 67. ― Παρ’ Ὁμήρῳ Ἰλ. Ε. 824 γράφεται νῦν [[κεχωρισμένως]], ἀνὰ κοιρανέοντα.
|lstext='''ἀνακοιρᾰνέω''': ἄρχω, βασιλεύω, διοικῶ, ἔν τινι τόπῳ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 67. ― Παρ’ Ὁμήρῳ Ἰλ. Ε. 824 γράφεται νῦν [[κεχωρισμένως]], ἀνὰ κοιρανέοντα.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />commander à <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κοιρανέω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακοιρᾰνέω Medium diacritics: ἀνακοιρανέω Low diacritics: ανακοιρανέω Capitals: ΑΝΑΚΟΙΡΑΝΕΩ
Transliteration A: anakoiranéō Transliteration B: anakoiraneō Transliteration C: anakoiraneo Beta Code: a)nakoirane/w

English (LSJ)

   A rule or command in a place, Posidipp. ap. Ath.7.318d.

German (Pape)

[Seite 193] herrschen, Posidip. 21 (App. 67). Hom. Il. 5, 824 μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα gehört nicht hierher.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακοιρᾰνέω: ἄρχω, βασιλεύω, διοικῶ, ἔν τινι τόπῳ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 67. ― Παρ’ Ὁμήρῳ Ἰλ. Ε. 824 γράφεται νῦν κεχωρισμένως, ἀνὰ κοιρανέοντα.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commander à ou dans.
Étymologie: ἀνά, κοιρανέω.