τόρος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόρος''': ὁ, ([[τείρω]]) [[ἐργαλεῖον]] φρεωρυχικόν, ἢ [[τρύπανον]] ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν εἰ ὑπάρχει [[ὕδωρ]] ἔν τινι τόπῳ, Φιλύλλιος ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | |lstext='''τόρος''': ὁ, ([[τείρω]]) [[ἐργαλεῖον]] φρεωρυχικόν, ἢ [[τρύπανον]] ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν εἰ ὑπάρχει [[ὕδωρ]] ἔν τινι τόπῳ, Φιλύλλιος ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />burin.<br />'''Étymologie:''' [[τείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A borer, drill, used in trying for water, etc., Philyll.18 (v. τορεύς), IG22.1673.36,54.
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, Schnitzmesser, Meißel, Grabstichel, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τόρος: ὁ, (τείρω) ἐργαλεῖον φρεωρυχικόν, ἢ τρύπανον ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν εἰ ὑπάρχει ὕδωρ ἔν τινι τόπῳ, Φιλύλλιος ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
burin.
Étymologie: τείρω.