ἀραίωμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀραίωμα''': -ατος, τὸ ([[ἀραιόω]]) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν [[διάστημα]], ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ [[καλῶς]] συνηρμοσμένων, [[προσέτι]] [[σχίσμα]] γῆς, [[ῥαγάς]], καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[διάστημα]] κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ [[ναῦς]] εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 : πορῶδες [[μέρος]], σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν [[τεμάχιον]], Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.
|lstext='''ἀραίωμα''': -ατος, τὸ ([[ἀραιόω]]) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν [[διάστημα]], ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ [[καλῶς]] συνηρμοσμένων, [[προσέτι]] [[σχίσμα]] γῆς, [[ῥαγάς]], καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[διάστημα]] κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ [[ναῦς]] εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 : πορῶδες [[μέρος]], σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν [[τεμάχιον]], Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />interstice, intervalle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραιόω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραίωμα Medium diacritics: ἀραίωμα Low diacritics: αραίωμα Capitals: ΑΡΑΙΩΜΑ
Transliteration A: araíōma Transliteration B: araiōma Transliteration C: araioma Beta Code: a)rai/wma

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, (ἀραιόω)

   A interstice, crevice, chink, Str.4.4.1, D.S.1.39, Luc.VH1.30, Placit.3.3.11, Plu.2.980c, etc.; of the body, Hp.Morb.4.45; pore, σώματος Hero Spir.IPraef., al., cf. Sor.1.115; a little bit, Longin.10.17.

German (Pape)

[Seite 343] τό, Lücke, Plut. sol. an. 30; Luc. V. Hist. 1, 30; D. Sic. 1, 39; leerer Platz, Longin. 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραίωμα: -ατος, τὸ (ἀραιόω) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν διάστημα, ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ καλῶς συνηρμοσμένων, προσέτι σχίσμα γῆς, ῥαγάς, καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων διάστημα κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ ναῦς εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 : πορῶδες μέρος, σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν τεμάχιον, Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
interstice, intervalle.
Étymologie: ἀραιόω.