λογοκλοπία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_9)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογοκλοπία''': ἡ, ([[κλέπτω]]) τὸ κλέπτειν τοὺς λόγους ἢ τὰς σκέψεις ἄλλου, ἀποδιδόμενον τῷ Ἐμπεδοκλεῖ ὑπὸ τοῦ Τιμαί. 81.
|lstext='''λογοκλοπία''': ἡ, ([[κλέπτω]]) τὸ κλέπτειν τοὺς λόγους ἢ τὰς σκέψεις ἄλλου, ἀποδιδόμενον τῷ Ἐμπεδοκλεῖ ὑπὸ τοῦ Τιμαί. 81.
}}
{{grml
|mltxt=και [[λογοκλοπή]], η (Α [[λογοκλοπία]])<br />η [[κλοπή]], η [[ιδιοποίηση]] ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κλοπία]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>κλόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πυρο</i>-[[κλοπία]]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογοκλοπία Medium diacritics: λογοκλοπία Low diacritics: λογοκλοπία Capitals: ΛΟΓΟΚΛΟΠΙΑ
Transliteration A: logoklopía Transliteration B: logoklopia Transliteration C: logoklopia Beta Code: logoklopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stealing of another's words or thoughts, plagiarism, attributed to Empedocles by Timae.81.

Greek (Liddell-Scott)

λογοκλοπία: ἡ, (κλέπτω) τὸ κλέπτειν τοὺς λόγους ἢ τὰς σκέψεις ἄλλου, ἀποδιδόμενον τῷ Ἐμπεδοκλεῖ ὑπὸ τοῦ Τιμαί. 81.

Greek Monolingual

και λογοκλοπή, η (Α λογοκλοπία)
η κλοπή, η ιδιοποίηση ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κλοπία (< -κλόπος < κλέπτω), πρβλ. πυρο-κλοπία].