κνῆμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_21)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνῆμα''': τό, ([[κνάω]]) τὸ ἀποξεόμενον· ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, τρίμματα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ., ἀλλ᾿ ἐν τῷ σημερινῷ κειμένῳ τοῦ Ἱππ. (238. 32) κνήσματα.
|lstext='''κνῆμα''': τό, ([[κνάω]]) τὸ ἀποξεόμενον· ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, τρίμματα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ., ἀλλ᾿ ἐν τῷ σημερινῷ κειμένῳ τοῦ Ἱππ. (238. 32) κνήσματα.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνῆμα]], τὸ (Α)<br />[[κνήσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κνῆσμα]]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῆμα Medium diacritics: κνῆμα Low diacritics: κνήμα Capitals: ΚΝΗΜΑ
Transliteration A: knē̂ma Transliteration B: knēma Transliteration C: knima Beta Code: knh=ma

English (LSJ)

   A v. κνῆσμα.

German (Pape)

[Seite 1460] τό, das Abgeschälte, Abgeriebene, Hippocr. bei Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κνῆμα: τό, (κνάω) τὸ ἀποξεόμενον· ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, τρίμματα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ., ἀλλ᾿ ἐν τῷ σημερινῷ κειμένῳ τοῦ Ἱππ. (238. 32) κνήσματα.

Greek Monolingual

κνῆμα, τὸ (Α)
κνήσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆσμα].