ξενήκουστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενήκουστος''': -ον, [[ξένος]] εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ [[συνήθης]], [[παράδοξος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3. | |lstext='''ξενήκουστος''': -ον, [[ξένος]] εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ [[συνήθης]], [[παράδοξος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ [[ξενάκουστος]], -ον)<br />αυτός που ακούγεται παράξενα, [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀκουστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]). Το -<i>η</i>- του τ. <i>ξενήκουοτος</i> οφείλεται σε [[έκταση]] εν συνθέσει, <b>πρβλ.</b> <i>ανάκουοτος</i> / [[ανήκουστος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A foreign, of words, Hdn.Epim.3.
Greek (Liddell-Scott)
ξενήκουστος: -ον, ξένος εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ συνήθης, παράδοξος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.
Greek Monolingual
ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ ξενάκουστος, -ον)
αυτός που ακούγεται παράξενα, ασυνήθιστος, παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀκουστός (< ἀκούω). Το -η- του τ. ξενήκουοτος οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει, πρβλ. ανάκουοτος / ανήκουστος].