συγκύρημα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_3)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκύρημα''': [ῠ], τό, [[σύμπτωσις]], Πολύβ. 4. 86, 2, Διον. Ἁλ. 9. 38, κτλ.· [[περίπτωσις]], τυχαῖον περιστατικόν, Εὐστ. 1363. 15.
|lstext='''συγκύρημα''': [ῠ], τό, [[σύμπτωσις]], Πολύβ. 4. 86, 2, Διον. Ἁλ. 9. 38, κτλ.· [[περίπτωσις]], τυχαῖον περιστατικόν, Εὐστ. 1363. 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ [<i>συγκυρῶ</i> (Ι)]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνδυασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συγκυρία]], τυχαίο [[περιστατικό]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠρημα Medium diacritics: συγκύρημα Low diacritics: συγκύρημα Capitals: ΣΥΓΚΥΡΗΜΑ
Transliteration A: synkýrēma Transliteration B: synkyrēma Transliteration C: sygkyrima Beta Code: sugku/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A occurrence, Plb.4.86.2, D.H.9.38, Porph.Marc.5, etc.; coincidence, καιροῦ Epicur.Ep. 2p.54U., cf. Cic.Att.2.12.2; combination, Eust.1363.15.

German (Pape)

[Seite 970] τό, das Zusammentreffen, der Zufall, Pol. 4, 86, 2. 32, 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

συγκύρημα: [ῠ], τό, σύμπτωσις, Πολύβ. 4. 86, 2, Διον. Ἁλ. 9. 38, κτλ.· περίπτωσις, τυχαῖον περιστατικόν, Εὐστ. 1363. 15.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, ΜΑ [συγκυρῶ (Ι)]
μσν.
συνδυασμός
αρχ.
συγκυρία, τυχαίο περιστατικό.