προσανάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσανάπτω''': [[προσάπτω]] τι εἴς τινα, τινί τινα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 568.
|lstext='''προσανάπτω''': [[προσάπτω]] τι εἴς τινα, τινί τινα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 568.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[προσάπτω]], [[αποδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] («τὸν λάρον... Ἡρακλεῑ προσανάπτει», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνάπτω]] «[[αναρτώ]], [[προσδένω]], [[αποδίδω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανάπτω Medium diacritics: προσανάπτω Low diacritics: προσανάπτω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΠΤΩ
Transliteration A: prosanáptō Transliteration B: prosanaptō Transliteration C: prosanapto Beta Code: prosana/ptw

English (LSJ)

   A attach, attribute, Phld.Vit.p.12 J.; τὸν λάρον Ἡρακλεῖ Sch.Ar.Av.568.

German (Pape)

[Seite 749] noch dazu anhängen, zueignen, Schol. Ar. Av. 568.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάπτω: προσάπτω τι εἴς τινα, τινί τινα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 568.

Greek Monolingual

ΜΑ
προσάπτω, αποδίδω σε κάποιον κάτι («τὸν λάρον... Ἡρακλεῑ προσανάπτει», Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνάπτω «αναρτώ, προσδένω, αποδίδω»].