εὐκρασία: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκρᾱσία''': ἡ, τὸ εὖ κεκερασμένον, καλὴ θερμοκρασία, τῶν ὡρῶν Πλάτ. Τίμ. 24C· τοῦ ἀέρος Πολύβ. 34. 8, 4: ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 11, π. Φυτ. 1. 2, 9· ἐν ταῖς εὐκρασίαις, ἐν τοῖς εὐκράτοις κλίμασι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 1. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκρ. τοῦ σώματος, καλὴ [[κρᾶσις]], ἰδιοσυγκρασία, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 4, πρβλ π. Ζ. Γεν. 2. 6, 37. | |lstext='''εὐκρᾱσία''': ἡ, τὸ εὖ κεκερασμένον, καλὴ θερμοκρασία, τῶν ὡρῶν Πλάτ. Τίμ. 24C· τοῦ ἀέρος Πολύβ. 34. 8, 4: ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 11, π. Φυτ. 1. 2, 9· ἐν ταῖς εὐκρασίαις, ἐν τοῖς εὐκράτοις κλίμασι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 1. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκρ. τοῦ σώματος, καλὴ [[κρᾶσις]], ἰδιοσυγκρασία, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 4, πρβλ π. Ζ. Γεν. 2. 6, 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> température bien équilibrée, bonne température;<br /><b>2</b> bon tempérament.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκρατος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἀκρασία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
(late εὐκοσμ-κρᾰσίη Man.5.59), ἡ,
A good temperature, mildness, τῶν ὡρῶν Pl. Ti.24c; τοῦ ἀέρος Plb.34.8.4: abs., Arist.Pr.860b12; ἐν ταῖς εὐκρασίαις in good climates, Thphr.CP3.21.1. 2 of persons, εὐ. τοῦ σώματος good temperament, Arist.PA673b25, cf. GA744a30, Zeno Stoic.1.37, Gal.6.31, etc.
German (Pape)
[Seite 1076] ἡ, die gute Mischung, Temperatur, τῶν ὡρῶν Plat. Tim. 24 c u. Folgde; auch σώματος, Arist. part. an. 3, 12; bes. vom Klima, Pol. 34, 8, 4; χώρας, τόπων, D. Sic. 1, 10. 80. [bei Man. 5, 59 εὐκρᾰσία].
Greek (Liddell-Scott)
εὐκρᾱσία: ἡ, τὸ εὖ κεκερασμένον, καλὴ θερμοκρασία, τῶν ὡρῶν Πλάτ. Τίμ. 24C· τοῦ ἀέρος Πολύβ. 34. 8, 4: ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 11, π. Φυτ. 1. 2, 9· ἐν ταῖς εὐκρασίαις, ἐν τοῖς εὐκράτοις κλίμασι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 1. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκρ. τοῦ σώματος, καλὴ κρᾶσις, ἰδιοσυγκρασία, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 4, πρβλ π. Ζ. Γεν. 2. 6, 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 température bien équilibrée, bonne température;
2 bon tempérament.
Étymologie: εὔκρατος.
Ant. ἀκρασία.