τύξις: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_10) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τύξις''': ἡ, = τεύξις, «τύξιν· τεῦξιν. παρασκευὴν» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πρότερον: παρασκεύασιν). | |lstext='''τύξις''': ἡ, = τεύξις, «τύξιν· τεῦξιν. παρασκευὴν» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πρότερον: παρασκεύασιν). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κατασκευή]], τεῡξις<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[τεῦξις]], σχηματισμένος από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[τεύχω]] (<b>πρβλ.</b> <i>τυκ</i>-<i>τός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A artifice, Μενανδρείων ἐπέων δεδαηκότα πάσας τύξιας Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A. D.); τύξιν· τεῦξιν, παρασκευήν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1162] ἡ, = τεῦξις, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τύξις: ἡ, = τεύξις, «τύξιν· τεῦξιν. παρασκευὴν» Ἡσύχ. (ἔνθα πρότερον: παρασκεύασιν).
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) κατασκευή, τεῡξις
2. τέχνασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. τεῦξις, σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. τεύχω (πρβλ. τυκ-τός)].