τύξις

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύξις Medium diacritics: τύξις Low diacritics: τύξις Capitals: ΤΥΞΙΣ
Transliteration A: týxis Transliteration B: tyxis Transliteration C: tyksis Beta Code: tu/cis

English (LSJ)

-εως, ἡ, artifice, Μενανδρείων ἐπέων δεδαηκότα πάσας τύξιας Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A. D.); τύξιν· τεῦξιν, παρασκευήν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1162] ἡ, = τεῦξις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τύξις: ἡ, = τεύξις, «τύξιν· τεῦξιν. παρασκευὴν» Ἡσύχ. (ἔνθα πρότερον: παρασκεύασιν).

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) κατασκευή, τεῡξις
2. τέχνασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. τεῦξις, σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. τεύχω (πρβλ. τυκτός)].