ἐγκαψικίδαλος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκαψικίδαλος''': -ον, ([[κίδαλον]]) ὁ κρόμμυα κατατρώγων, «κρομμυδοχάφτης», Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμ. γρ. ἀντὶ ἐγκαψιπήδαλος, ἴδε [[καψιπήδαλος]]. | |lstext='''ἐγκαψικίδαλος''': -ον, ([[κίδαλον]]) ὁ κρόμμυα κατατρώγων, «κρομμυδοχάφτης», Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμ. γρ. ἀντὶ ἐγκαψιπήδαλος, ἴδε [[καψιπήδαλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />gourmand d’oignons.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκάπτω]], [[κίδαλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (κίδαλον)
A onion-eating, Luc.Lex.10 (prob.f.l. for ἐγκαψιπήδαλος, cf. καψιπήδαλος).
German (Pape)
[Seite 707] (ἐγκάπτω), Zwiebeln schluckend, Luc. Lexiph. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαψικίδαλος: -ον, (κίδαλον) ὁ κρόμμυα κατατρώγων, «κρομμυδοχάφτης», Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμ. γρ. ἀντὶ ἐγκαψιπήδαλος, ἴδε καψιπήδαλος.