ὑποσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_2)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσκευάζω''': [[παρασκευάζω]] [[ὑποκάτω]] ἢ κρυφίως, ἤδη διὰ βάθους ἐν ταῖς ῥίζαις ὑποσκευασθέντος τοῦ σπέρματος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 1063D.
|lstext='''ὑποσκευάζω''': [[παρασκευάζω]] [[ὑποκάτω]] ἢ κρυφίως, ἤδη διὰ βάθους ἐν ταῖς ῥίζαις ὑποσκευασθέντος τοῦ σπέρματος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 1063D.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[παρασκευάζω]] [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκευάζω]] «[[ετοιμάζω]], [[εφοδιάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[σκευάζω]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσκευάζω Medium diacritics: ὑποσκευάζω Low diacritics: υποσκευάζω Capitals: ΥΠΟΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: hyposkeuázō Transliteration B: hyposkeuazō Transliteration C: yposkevazo Beta Code: u(poskeua/zw

English (LSJ)

   A repair, dub. l. in PTeb.5.74 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκευάζω: παρασκευάζω ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἤδη διὰ βάθους ἐν ταῖς ῥίζαις ὑποσκευασθέντος τοῦ σπέρματος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 1063D.

Greek Monolingual

Α
παρασκευάζω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. κατα-σκευάζω.