συμπαρέπομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαρέπομαι''': [[παρέπομαι]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 8, κτλ.· μεταφορ., [[ἔπειτα]] δὲ καὶ ἄλλαι τιμαὶ συμπαρείποντο [[αὐτόθι]] 2. 1, 23, Ἱέρ. 8. 5· ὅσοις σ. τις [[χάρις]] Πλάτ. Νόμ. 667Ε· αἱ σ. ὀσμαὶ Ἀριστ. Προβλ. 12. 4.
|lstext='''συμπαρέπομαι''': [[παρέπομαι]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 8, κτλ.· μεταφορ., [[ἔπειτα]] δὲ καὶ ἄλλαι τιμαὶ συμπαρείποντο [[αὐτόθι]] 2. 1, 23, Ἱέρ. 8. 5· ὅσοις σ. τις [[χάρις]] Πλάτ. Νόμ. 667Ε· αἱ σ. ὀσμαὶ Ἀριστ. Προβλ. 12. 4.
}}
{{bailly
|btext=accompagner, escorter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρέπομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρέπομαι Medium diacritics: συμπαρέπομαι Low diacritics: συμπαρέπομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: symparépomai Transliteration B: symparepomai Transliteration C: symparepomai Beta Code: sumpare/pomai

English (LSJ)

   A go along with, accompany, X.Cyr.7.1.8, Eq.11.12: metaph., ὅλῃ τῇ ἡμέρῃ Hp. Epid.5.89; τιμαὶ . . ἑκάστοις -είποντο X.Cyr.2.1.23, cf. Hier.8.5, Phld. Oec.p.53J.; ὅσοις σ. τις Χάρις Pl.Lg.667b; αἱ -όμεναι ὀσμαί Arist.Pr. 907a1.

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἕπομαι), dep. med., mit daneben gehen, folgen; ὅσοις συμπαρέπεταί τις χάρις, Plat. Legg. II, 667 b, hinzukommen; von Belohnungen, Xen. Cyr. 2, 1, 23 u. Sp., wie D. Cass. 61, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρέπομαι: παρέπομαι ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 8, κτλ.· μεταφορ., ἔπειτα δὲ καὶ ἄλλαι τιμαὶ συμπαρείποντο αὐτόθι 2. 1, 23, Ἱέρ. 8. 5· ὅσοις σ. τις χάρις Πλάτ. Νόμ. 667Ε· αἱ σ. ὀσμαὶ Ἀριστ. Προβλ. 12. 4.

French (Bailly abrégé)

accompagner, escorter.
Étymologie: σύν, παρέπομαι.