ἐπισυμβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_3) |
(14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισυμβαίνω''': [[συμβαίνω]] πρὸς τοῖς ἄλλοις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 2, Ἀν. Πρβλ. 2. 16, 1. ΙΙ. [[ἐπιγίγνομαι]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 371, πρβλ. 373. | |lstext='''ἐπισυμβαίνω''': [[συμβαίνω]] πρὸς τοῖς ἄλλοις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 2, Ἀν. Πρβλ. 2. 16, 1. ΙΙ. [[ἐπιγίγνομαι]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 371, πρβλ. 373. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐπισυμβαίνω]])<br />[[συμβαίνω]] [[κατόπιν]], [[επακολουθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />δημιουργούμαι [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A happen besides, supervene, Arist.Rh.Al.1426a6, APr.64b30 ; ἐπισυνέβη, c. acc. et inf., J.AJ15.7.10 ; τὰ -οντα ἀρρωστήματα Jul.Ep.75b, cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.15. II come into existence afterwards, S.E.M.9.371,11.130. 2 c. dat., ὃ ἂν γενομένῃ τῇ οὐσίᾳ ἐπισυμβῇ Plot.6.3.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμβαίνω: συμβαίνω πρὸς τοῖς ἄλλοις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 2, Ἀν. Πρβλ. 2. 16, 1. ΙΙ. ἐπιγίγνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 371, πρβλ. 373.
Greek Monolingual
(AM ἐπισυμβαίνω)
συμβαίνω κατόπιν, επακολουθώ
αρχ.
δημιουργούμαι μετά από κάποιον άλλο.