στρούθειον: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρούθειον''': [[μῆλον]], τό, [[εἶδος]] κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ [[μῆλον]], Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· [[ὡσαύτως]] φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε [[στρουθίον]] ΙΙ. | |lstext='''στρούθειον''': [[μῆλον]], τό, [[εἶδος]] κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ [[μῆλον]], Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· [[ὡσαύτως]] φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε [[στρουθίον]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>avec ou sans</i> [[μῆλον]];<br />, coing.<br />'''Étymologie:''' [[στρουθός]] II. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
στρούθειον: μῆλον, τό, εἶδος κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ μῆλον, Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· ὡσαύτως φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε στρουθίον ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
avec ou sans μῆλον;
, coing.
Étymologie: στρουθός II.