καταχρηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_3)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχρηματίζω''': [[χρηματίζω]], καταχρηματιζόντω οἱ [[ναποῖαι]] τὸς ἀπογραψαμένος, [[καθότι]] καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ.
|lstext='''καταχρηματίζω''': [[χρηματίζω]], καταχρηματιζόντω οἱ [[ναποῖαι]] τὸς ἀπογραψαμένος, [[καθότι]] καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταχρηματίζω]] (Α)<br />(<b>επιγρ.</b> και πάπ.)<br /><b>1.</b> συναλλάσσομαι<br /><b>2.</b> [[διαθέτω]] την [[περιουσία]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματίζω]] «[[κάνω]] χρηματικές συναλλαγές»].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρηματίζω Medium diacritics: καταχρηματίζω Low diacritics: καταχρηματίζω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katachrēmatízō Transliteration B: katachrēmatizō Transliteration C: katachrimatizo Beta Code: kataxrhmati/zw

English (LSJ)

   A deal with, SIG1023.73 (Cos, iii/ii B.C.), GDI 3624a32 (ibid.): dispose of property, POxy.506.42 (ii A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρηματίζω: χρηματίζω, καταχρηματιζόντω οἱ ναποῖαι τὸς ἀπογραψαμένος, καθότι καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ.

Greek Monolingual

καταχρηματίζω (Α)
(επιγρ. και πάπ.)
1. συναλλάσσομαι
2. διαθέτω την περιουσία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρηματίζω «κάνω χρηματικές συναλλαγές»].