ἀνδροδάμας: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδροδάμας''': [ᾰ] αντος, ὁ, ἡ, ([[δαμάω]]) ὁ καταδαμάζων τοὺς ἄνδρας, [[φόβος]], [[οἶνος]] Πινδ. Ν. 3. 67· Ἀποσπ. 147· [[ἀνδροφόνος]], περὶ τῆς Ἐριφύλης, ὁ αὐτ. Ν. 9. 37 ([[ἔνθα]] ἄλλοι «ἀνδροδάμαν τ’» ἀντὶ «-δάμαντ’»). | |lstext='''ἀνδροδάμας''': [ᾰ] αντος, ὁ, ἡ, ([[δαμάω]]) ὁ καταδαμάζων τοὺς ἄνδρας, [[φόβος]], [[οἶνος]] Πινδ. Ν. 3. 67· Ἀποσπ. 147· [[ἀνδροφόνος]], περὶ τῆς Ἐριφύλης, ὁ αὐτ. Ν. 9. 37 ([[ἔνθα]] ἄλλοι «ἀνδροδάμαν τ’» ἀντὶ «-δάμαντ’»). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αντος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui dompte les hommes;<br /><b>2</b> qui tue son époux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[δαμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
[δᾰ], αντος, ὁ, ἡ,
A man-taming, φόβος, ῥιπὰ οῐνου, Pi.N.3.39, Fr.166; man-slaying, of Eriphyle, Id.N.9.16 (ubi al. ἀνδροδάμαν τ' pro-δάμαντ'). II arsenical pyrites, Ps.-Democr.Alch.p.45B.
German (Pape)
[Seite 218] αντος, Männer überwältigend, φόβος Pind. N. 3, 37; den Gatten tödtend, Ἐριφύλη 9, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροδάμας: [ᾰ] αντος, ὁ, ἡ, (δαμάω) ὁ καταδαμάζων τοὺς ἄνδρας, φόβος, οἶνος Πινδ. Ν. 3. 67· Ἀποσπ. 147· ἀνδροφόνος, περὶ τῆς Ἐριφύλης, ὁ αὐτ. Ν. 9. 37 (ἔνθα ἄλλοι «ἀνδροδάμαν τ’» ἀντὶ «-δάμαντ’»).
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ, ἡ)
1 qui dompte les hommes;
2 qui tue son époux.
Étymologie: ἀνήρ, δαμάω.