σιτοπράτης: Difference between revisions

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
(6_3)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτοπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = [[σιτοπώλης]], Ποιητὴς παρὰ Wernsd. εἰς Φιλῆν σ. 36, Τζέτζ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
|lstext='''σῑτοπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = [[σιτοπώλης]], Ποιητὴς παρὰ Wernsd. εἰς Φιλῆν σ. 36, Τζέτζ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[σιτοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πράτης]] «[[πωλητής]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτο</i>-[[πράτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 886] ὁ, = σιτοπώλης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = σιτοπώλης, Ποιητὴς παρὰ Wernsd. εἰς Φιλῆν σ. 36, Τζέτζ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
σιτοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πράτης «πωλητής» (πρβλ. ἀρτο-πράτης)].