σιτοπράτης

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

German (Pape)

[Seite 886] ὁ, = σιτοπώλης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = σιτοπώλης, Ποιητὴς παρὰ Wernsd. εἰς Φιλῆν σ. 36, Τζέτζ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
σιτοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πράτης «πωλητής» (πρβλ. ἀρτοπράτης)].