ὑποτροπιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6_3) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτροπιάζω''': [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], [[μάλιστα]] ἐπὶ νόσου, Λατ. recidiva fieri, Ἱππ. Ἀφορ. 1251, πρβλ. 533, 9, κλπ. | |lstext='''ὑποτροπιάζω''': [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], [[μάλιστα]] ἐπὶ νόσου, Λατ. recidiva fieri, Ἱππ. Ἀφορ. 1251, πρβλ. 533, 9, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑποτροπιάζω]] ΝΑ [[ὑποτροπή]]<br />(για νόσο) [[επανέρχομαι]], εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «[[πρέπει]] να ακολουθεί αυστηρά τη [[φαρμακευτική]] [[αγωγή]], [[γιατί]] το [[έλκος]] του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν<br />[[ὅταν]] πεπαυμένης τῆς νόσου [[πάλιν]] ἐπινοσῇ τις», Φρύν.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
A return again, recur, esp. of an illness, Hp.Aph.4.61, Int.2, al.; ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὑ. νόσον Ph.1.459.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτροπιάζω: ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, μάλιστα ἐπὶ νόσου, Λατ. recidiva fieri, Ἱππ. Ἀφορ. 1251, πρβλ. 533, 9, κλπ.
Greek Monolingual
ὑποτροπιάζω ΝΑ ὑποτροπή
(για νόσο) επανέρχομαι, εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «πρέπει να ακολουθεί αυστηρά τη φαρμακευτική αγωγή, γιατί το έλκος του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν
ὅταν πεπαυμένης τῆς νόσου πάλιν ἐπινοσῇ τις», Φρύν.).