περιτροπάδην: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(6_3) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιτροπάδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ., ἤδη δ’ ἄσπετα μῆλα [[περιτροπάδην]] ἐτάμοντο, «περιτρέποντες, ἐπὶ τὴν ναῦν ἐλαύνοντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 143. | |lstext='''περιτροπάδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ., ἤδη δ’ ἄσπετα μῆλα [[περιτροπάδην]] ἐτάμοντο, «περιτρέποντες, ἐπὶ τὴν ναῦν ἐλαύνοντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 143. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[περιτροπή]], με [[αναστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιτροπή]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-[[άδην]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A by rounding up, A.R.2.143.
German (Pape)
[Seite 597] adv., umwendend, wegtreibend, Ap. Rh. 2, 143.
Greek (Liddell-Scott)
περιτροπάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., ἤδη δ’ ἄσπετα μῆλα περιτροπάδην ἐτάμοντο, «περιτρέποντες, ἐπὶ τὴν ναῦν ἐλαύνοντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 143.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με περιτροπή, με αναστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιτροπή + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].