καμαρεύω: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_3) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰμᾰρεύω''': «[[σωρεύω]]. φιλοπονῶ. [[πορίζω]]. κακαπαθῶ. [[συνάγω]]» Ἡσύχ. (ἀμφίβ. λέξ.). | |lstext='''κᾰμᾰρεύω''': «[[σωρεύω]]. φιλοπονῶ. [[πορίζω]]. κακαπαθῶ. [[συνάγω]]» Ἡσύχ. (ἀμφίβ. λέξ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καμαρεύω]] (Α) [[καμάρα]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[σωρεύω]], φιλοπονῶ, [[πορίζω]], κακοπαθῶ, [[συνάγω]]»<br /><b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. ενεστ.) <i>καμαρεύουσα</i><br />«φιλοπονοῦσα, πορίζουσα». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω, and καμαρεύουσα· φιλοπονοῦσα, πορίζουσα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1316] über einander wölben, in ein Gewölbe zusammentragen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰρεύω: «σωρεύω. φιλοπονῶ. πορίζω. κακαπαθῶ. συνάγω» Ἡσύχ. (ἀμφίβ. λέξ.).
Greek Monolingual
καμαρεύω (Α) καμάρα
(κατά τον Ησύχ.)
1. «σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω»
2. (το θηλ. της μτχ. ενεστ.) καμαρεύουσα
«φιλοπονοῦσα, πορίζουσα».