Χάλυψ: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(6_3) |
(6) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Χάλυψ''': [ᾰ], -ῠβος, ὁ, πληθ. Χάλυβες, [[ἔθνος]] τι ἐν τῷ Πόντῳ, διάσημον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ χάλυβος˙ οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Αἰσχύλ. Πρ. 715, Ἡρόδ. 1. 28, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1˙ (περὶ ἑτέρου ἔθνους φέροντος τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς 5. 5, 17, Στράβ. 549)˙ ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, χάλυψ, ἐσκληρωμένος [[σίδηρος]], κοινῶς «ἀτσάλι», Αἰσχύλ. Πρ. 133, Σοφ. Τρ. 1260˙ ὡς ἐπίθ., Νόνν. Διονυσ. 36. 182˙ - [[ὡσαύτως]] χάλυβος ὡς ὀνομαστική, χάλυβος Σκυθῶν [[ἄποικος]], ὁ χάλυψ, Αἰσχύλ. Θήβ. 729˙ τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Εὐρ. Ἄλκ. 983˙ χαλύβῳ πελέκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475α. 6. | |lstext='''Χάλυψ''': [ᾰ], -ῠβος, ὁ, πληθ. Χάλυβες, [[ἔθνος]] τι ἐν τῷ Πόντῳ, διάσημον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ χάλυβος˙ οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Αἰσχύλ. Πρ. 715, Ἡρόδ. 1. 28, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1˙ (περὶ ἑτέρου ἔθνους φέροντος τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς 5. 5, 17, Στράβ. 549)˙ ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, χάλυψ, ἐσκληρωμένος [[σίδηρος]], κοινῶς «ἀτσάλι», Αἰσχύλ. Πρ. 133, Σοφ. Τρ. 1260˙ ὡς ἐπίθ., Νόνν. Διονυσ. 36. 182˙ - [[ὡσαύτως]] χάλυβος ὡς ὀνομαστική, χάλυβος Σκυθῶν [[ἄποικος]], ὁ χάλυψ, Αἰσχύλ. Θήβ. 729˙ τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Εὐρ. Ἄλκ. 983˙ χαλύβῳ πελέκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475α. 6. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Χάλυψ:''' [ᾰ], -ῠβος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έθνος]] των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την [[παρασκευή]] χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οἱ σιδηροτέκτονες [[Χάλυβες]]</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως προσηγ., [[χάλυψ]], σκληρυμένος [[σίδηρος]], [[ατσάλι]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ, πληθ. Χάλυβες, ἔθνος τι ἐν τῷ Πόντῳ, διάσημον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ χάλυβος˙ οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Αἰσχύλ. Πρ. 715, Ἡρόδ. 1. 28, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1˙ (περὶ ἑτέρου ἔθνους φέροντος τὸ αὐτὸ ὄνομα, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς 5. 5, 17, Στράβ. 549)˙ ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, χάλυψ, ἐσκληρωμένος σίδηρος, κοινῶς «ἀτσάλι», Αἰσχύλ. Πρ. 133, Σοφ. Τρ. 1260˙ ὡς ἐπίθ., Νόνν. Διονυσ. 36. 182˙ - ὡσαύτως χάλυβος ὡς ὀνομαστική, χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος, ὁ χάλυψ, Αἰσχύλ. Θήβ. 729˙ τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Εὐρ. Ἄλκ. 983˙ χαλύβῳ πελέκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475α. 6.
Greek Monotonic
Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ,
I. έθνος των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την παρασκευή χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες, σε Αισχύλ.
II. ως προσηγ., χάλυψ, σκληρυμένος σίδηρος, ατσάλι, σε Αισχύλ., Σοφ.