παυράς: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_4) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παυράς''': -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ [[παῦρος]], Νικ. Θηρ. 210. | |lstext='''παυράς''': -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ [[παῦρος]], Νικ. Θηρ. 210. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />(μτγν·) μικρή, λίγη, βραχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. ποιητ. τ. του θηλ. του επίθ. [[παῦρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, poet. fem. of παῦρος, Nic. Th.210.
German (Pape)
[Seite 537] άδος, η, bes. poet. fem. zu παῦρος, Nic. Th. 210, Ggstz von δολιχή.
Greek (Liddell-Scott)
παυράς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ παῦρος, Νικ. Θηρ. 210.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(μτγν·) μικρή, λίγη, βραχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. του θηλ. του επίθ. παῦρος.