ὀρχάς: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_4) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρχάς''': -άδος, θηλ. ἐπίθ. ἡ περικλείουσα, [[στέγη]] Σοφ. Ἀποσπ. 935· «[[ὀρχάς]]· περιβολάς, [[αἱμασιά]]» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. ῥάχος. | |lstext='''ὀρχάς''': -άδος, θηλ. ἐπίθ. ἡ περικλείουσα, [[στέγη]] Σοφ. Ἀποσπ. 935· «[[ὀρχάς]]· περιβολάς, [[αἱμασιά]]» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. ῥάχος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀρχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς [[στέγη]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀρχάς]]<br />[[περίβολος]] [[αἱμασιά]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θαμν</i>-<i>άς</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀρχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] [[ελιάς]] η οποία ονομάστηκε [[έτσι]] από το [[σχήμα]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρχις]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοτιν</i>-<i>άς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), άδος, fem. Adj.
A enclosing, στέγη S.Fr.812 ; ὀρχάς· περίβολος, αἱμασιά, Hsch.
ὀρχάς (B), άδος, ἡ, (ὄρχις) a kind of
A olive, so called from its shape, Nic.Al.87, Virg.G.2.86 ; cf. ὄρχις 111.
German (Pape)
[Seite 389] άδος, ἡ, eine Olivenart, von der Gestalt der Hoden, ὄρχις, Hesych. άδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.; Soph. frg. 133 bei Phot. ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχάς: -άδος, θηλ. ἐπίθ. ἡ περικλείουσα, στέγη Σοφ. Ἀποσπ. 935· «ὀρχάς· περιβολάς, αἱμασιά» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. ῥάχος.
Greek Monolingual
(I)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς στέγη», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρχάς
περίβολος αἱμασιά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].———————— (II)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος ελιάς η οποία ονομάστηκε έτσι από το σχήμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (ΙΙ) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. κοτιν-άς)].