ἄμμιγα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_5)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμμιγα''': ἀμμίγνυμι, ποιητ. ἀντὶ [[ἀνάμιγα]], αναμίγνυμι.
|lstext='''ἄμμιγα''': ἀμμίγνυμι, ποιητ. ἀντὶ [[ἀνάμιγα]], αναμίγνυμι.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />pêle-mêle.<br />'''Étymologie:''' pour *ἀνάμιγα, de [[ἀναμίγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμιγα: ἀμμίγνυμι, ποιητ. ἀντὶ ἀνάμιγα, αναμίγνυμι.

French (Bailly abrégé)

adv.
pêle-mêle.
Étymologie: pour *ἀνάμιγα, de ἀναμίγνυμι.