νωχελεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6_5)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νωχελεύομαι''': ἀποθ. [[νωχελής]] εἰμι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 9, κλ.).
|lstext='''νωχελεύομαι''': ἀποθ. [[νωχελής]] εἰμι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 9, κλ.).
}}
{{grml
|mltxt=[[νωχελεύομαι]] (Α) [[νωχελής]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[νωχελής]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[προσποιούμαι]] [[ασθένεια]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωχελεύομαι Medium diacritics: νωχελεύομαι Low diacritics: νωχελεύομαι Capitals: ΝΩΧΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: nōcheleúomai Transliteration B: nōcheleuomai Transliteration C: nocheleyomai Beta Code: nwxeleu/omai

English (LSJ)

   A to be slothful, Aq.Pr.18.9, al. ; malinger, dub. in BGU380.11 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 274] langsam, träge sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νωχελεύομαι: ἀποθ. νωχελής εἰμι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 9, κλ.).

Greek Monolingual

νωχελεύομαι (Α) νωχελής
1. είμαι νωχελής
2. πιθ. προσποιούμαι ασθένεια.