κατώτερος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(6_5)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατώτερος''': αον, συγκρ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ [[κάτω]], χαμηλότερος, Ἱππ. Ἀγμ. 773, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, μεταγενέστερος, [[νεώτερος]], Καλλ. εἰς Δήμ. 130·- Ἐπίρρ. κατωτέρω, ἴδε ἐν λ. [[κάτω]].
|lstext='''κατώτερος''': αον, συγκρ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ [[κάτω]], χαμηλότερος, Ἱππ. Ἀγμ. 773, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, μεταγενέστερος, [[νεώτερος]], Καλλ. εἰς Δήμ. 130·- Ἐπίρρ. κατωτέρω, ἴδε ἐν λ. [[κάτω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=[[comparative]] from [[κάτω]]; [[inferior]] (locally, of [[Hades]]): [[lower]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώτερος Medium diacritics: κατώτερος Low diacritics: κατώτερος Capitals: ΚΑΤΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: katṓteros Transliteration B: katōteros Transliteration C: katoteros Beta Code: katw/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. Adj. from κάτω,

   A lower, Hp.Fract.31, LXX 3 Ki.9.17, etc.; τὰ κ. μέρη τῆς Ep.Eph.4.9; more southerly, Vett. Val.34.21.    2 of Time, later, younger, Call.Cer.131. Adv. κατωτέρω, v. κάτω.

German (Pape)

[Seite 1407] compar. zu κάτω, der untere, Hippocr. u. Sp. – Von der Zeit, der spätere, jüngere, Callim. Cer. 131. – Κατωτέρω, s. κάτω.

Greek (Liddell-Scott)

κατώτερος: αον, συγκρ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ κάτω, χαμηλότερος, Ἱππ. Ἀγμ. 773, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, μεταγενέστερος, νεώτερος, Καλλ. εἰς Δήμ. 130·- Ἐπίρρ. κατωτέρω, ἴδε ἐν λ. κάτω.

English (Strong)

comparative from κάτω; inferior (locally, of Hades): lower.