κατολοφύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατολοφύρομαι''': ἀποθ., θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]] διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.
|lstext='''κατολοφύρομαι''': ἀποθ., θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]] διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.
}}
{{bailly
|btext=se lamenter sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλοφύρομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολοφύρομαι Medium diacritics: κατολοφύρομαι Low diacritics: κατολοφύρομαι Capitals: ΚΑΤΟΛΟΦΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: katolophýromai Transliteration B: katolophyromai Transliteration C: katolofyromai Beta Code: katolofu/romai

English (LSJ)

[ῡ], aor. 1 -ωλοφῡράμην Diog.Oen.1:—

   A bewail, c.acc., E.IT644 (lyr.), X.Cyr.7.3.16; τινῶν τὸν βίον Diog.Oen.l.c.; κ. πολλὰ ἑαυτόν D.H.5.12: abs., E.Or.339 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1403] med., bejammern; τινά, Eur. I. T. 642; Xen. Cyr. 7, 3, 16 u. öfter bei Sp., wie Pol. 4, 54, 4; πολλὰ ἑαυτόν D. Hal. 5, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κατολοφύρομαι: ἀποθ., θρηνῶ, ὀδύρομαι διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.

French (Bailly abrégé)

se lamenter sur, acc..
Étymologie: κατά, ὀλοφύρομαι.