διαθλέω: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαθλέω''': ἀπελπιστικῶς [[ἀγωνίζομαι]], [[πρός]] τινα Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 6· τινι Κόνων 12· ΙΙ. [[ἀγωνίζομαι]] συνεχῶς, [[μέχρι]] τέλους, βίον Ἡλιόδ. 7. 5· ἀγῶνες διαθλούμενοι Κλήμ. Ἀλ. 29.
|lstext='''διαθλέω''': ἀπελπιστικῶς [[ἀγωνίζομαι]], [[πρός]] τινα Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 6· τινι Κόνων 12· ΙΙ. [[ἀγωνίζομαι]] συνεχῶς, [[μέχρι]] τέλους, βίον Ἡλιόδ. 7. 5· ἀγῶνες διαθλούμενοι Κλήμ. Ἀλ. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lutter énergiquement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀθλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 579] 1) durch-, zu Ende kämpfen, ἀγῶνας Hierocl.; βίον, Hel. 7, 5. – 2) wettkämpfen, τινί, Conon. 12; πρός τινα, Ael. V. H. 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαθλέω: ἀπελπιστικῶς ἀγωνίζομαι, πρός τινα Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 6· τινι Κόνων 12· ΙΙ. ἀγωνίζομαι συνεχῶς, μέχρι τέλους, βίον Ἡλιόδ. 7. 5· ἀγῶνες διαθλούμενοι Κλήμ. Ἀλ. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lutter énergiquement.
Étymologie: διά, ἀθλέω.