διασταθμάομαι: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασταθμάομαι''': ἀποθ., διακανονίζω, [[ῥυθμίζω]], αἰνῶ δ’ ὃς βίστον… θεῶν διεσταθμήσατο Εὐρ. Ἱκέτ. 201΅ | |lstext='''διασταθμάομαι''': ἀποθ., διακανονίζω, [[ῥυθμίζω]], αἰνῶ δ’ ὃς βίστον… θεῶν διεσταθμήσατο Εὐρ. Ἱκέτ. 201΅ | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />disposer, régler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σταθμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A separate, αἰνῶ δ' ὃς βίοτον ἐκ πεφυρμένου θεῶν διεσταθμήσατο E.Supp.202:—Act. -σταθμῆσαι· διελεῖν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 603] zumessen, anordnen; βίοτον ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους Eur. Suppl. 213.
Greek (Liddell-Scott)
διασταθμάομαι: ἀποθ., διακανονίζω, ῥυθμίζω, αἰνῶ δ’ ὃς βίστον… θεῶν διεσταθμήσατο Εὐρ. Ἱκέτ. 201΅