συνικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνικνέομαι''': ἀποθετ., ἱκνοῦμαι, [[φθάνω]] ἐντελῶς, ἐκτείνομαι, [[πρός]] τι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4 (Schneid. διικνεῖσθαι)· [[παρέχω]] ἐνδιαφέρον, τῶν μὲν [[μᾶλλον]] συνικνουμένων τῶν δ’ ἧττον, τῶν μὲν παρεχόντων περισσότερον ἐνδιαφέρον τῶν δὲ ὀλιγώτερον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 2.
|lstext='''συνικνέομαι''': ἀποθετ., ἱκνοῦμαι, [[φθάνω]] ἐντελῶς, ἐκτείνομαι, [[πρός]] τι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4 (Schneid. διικνεῖσθαι)· [[παρέχω]] ἐνδιαφέρον, τῶν μὲν [[μᾶλλον]] συνικνουμένων τῶν δ’ ἧττον, τῶν μὲν παρεχόντων περισσότερον ἐνδιαφέρον τῶν δὲ ὀλιγώτερον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 2.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> venir ensemble, se réunir, se rencontrer;<br /><b>2</b> concerner, intéresser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἱκνέομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνικνέομαι Medium diacritics: συνικνέομαι Low diacritics: συνικνέομαι Capitals: ΣΥΝΙΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: syniknéomai Transliteration B: synikneomai Transliteration C: synikneomai Beta Code: sunikne/omai

English (LSJ)

   A reach quite, πρός τι Thphr.CP2.4.4 codd. (Schneid. μὴ διικνεῖσθαι).    2 pertain to, interest, Arist.EN1101a25.

Greek (Liddell-Scott)

συνικνέομαι: ἀποθετ., ἱκνοῦμαι, φθάνω ἐντελῶς, ἐκτείνομαι, πρός τι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4 (Schneid. διικνεῖσθαι)· παρέχω ἐνδιαφέρον, τῶν μὲν μᾶλλον συνικνουμένων τῶν δ’ ἧττον, τῶν μὲν παρεχόντων περισσότερον ἐνδιαφέρον τῶν δὲ ὀλιγώτερον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 venir ensemble, se réunir, se rencontrer;
2 concerner, intéresser.
Étymologie: σύν, ἱκνέομαι.