διατυπόω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατῠπόω''': διαμορφῶ, [[σχηματίζω]] ἐντελῶς, Διόδ. 4.11· δ. νόμους, [[παρέχω]] εἰς αὐτοὺς μορφὴν ἢ τύπον διηνεκῆ καὶ μόνιμον, Λουκ. Δίκ. Φων. 5. - Παθ., Ἀριστ. Ἀκουσμ. 21. <br />2) μεταφ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φαντάζομαι, ὑποθέτω, Ἀριστ. Φυτ. 1.2,11· [[οὕτως]] ἐν τῷ ένεργ., Λουκ. Ἀλεξ. 4· [[παριστάνω]], Πλούτ. 2.83Α.
|lstext='''διατῠπόω''': διαμορφῶ, [[σχηματίζω]] ἐντελῶς, Διόδ. 4.11· δ. νόμους, [[παρέχω]] εἰς αὐτοὺς μορφὴν ἢ τύπον διηνεκῆ καὶ μόνιμον, Λουκ. Δίκ. Φων. 5. - Παθ., Ἀριστ. Ἀκουσμ. 21. <br />2) μεταφ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φαντάζομαι, ὑποθέτω, Ἀριστ. Φυτ. 1.2,11· [[οὕτως]] ἐν τῷ ένεργ., Λουκ. Ἀλεξ. 4· [[παριστάνω]], Πλούτ. 2.83Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />façonner, modeler : νόμους LUC rédiger des lois ; <i>fig.</i> δ. [[τι]] se figurer qch.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τυπόω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατῠπόω Medium diacritics: διατυπόω Low diacritics: διατυπόω Capitals: ΔΙΑΤΥΠΟΩ
Transliteration A: diatypóō Transliteration B: diatypoō Transliteration C: diatypoo Beta Code: diatupo/w

English (LSJ)

   A form, χαρακτῆρας D.S.3.67; δ. νόμους give them a lasting form, Luc.Jud.Voc.5:—Pass., LXX Wi.19.6, D.S.4.11,al., Sor.1.59; of seals, to be engraved, Arist.Aud.801b5.    2 metaph., imagine, conceive, Act., Luc.Alex.4; δ. τῇ φαντασίᾳ Chor.p.213 B., cf. Hdn.4.3.8; represent, portray, Plu.2.83a; χρώμασί τι Lib.Eth. 27.2.    3 make dispositions, of a testator, Just.Nov.1.2.2; of a legislator, ib.3Praef.:—Pass., ib.6.1.1; to be arranged, regulated by agreement, μεταξὺ τῶν Ἑλλγνίδων πόλεων . . ὁπόσα χρὴ ἑκάστην . . λύειν IG7.24.4.

German (Pape)

[Seite 608] ausbilden, gestalten, VLL. διατίθεσθαι, διαπλάττεσθαι; D. Sic. 4, 11; νόμους, festsetzen, Luc. Iud. voc. 5. Uebertr., in Gedanken gestalten, sich vorstellen, τί, Luc. Alex. 4; τῇ φαντασίᾳ, Liban., im Sinne haben, Hdn. 4, 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

διατῠπόω: διαμορφῶ, σχηματίζω ἐντελῶς, Διόδ. 4.11· δ. νόμους, παρέχω εἰς αὐτοὺς μορφὴν ἢ τύπον διηνεκῆ καὶ μόνιμον, Λουκ. Δίκ. Φων. 5. - Παθ., Ἀριστ. Ἀκουσμ. 21.
2) μεταφ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φαντάζομαι, ὑποθέτω, Ἀριστ. Φυτ. 1.2,11· οὕτως ἐν τῷ ένεργ., Λουκ. Ἀλεξ. 4· παριστάνω, Πλούτ. 2.83Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
façonner, modeler : νόμους LUC rédiger des lois ; fig. δ. τι se figurer qch.
Étymologie: διά, τυπόω.