διεκδύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_5) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεκδύομαι''': ἀόρ. διεξέδυν˙ - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52˙ δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10. | |lstext='''διεκδύομαι''': ἀόρ. διεξέδυν˙ - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52˙ δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[huir]] εὐμαρῶς διεκδύσεται Ph.1.471. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
aor. διεξέδυν (but διεκδύσαι· ἀποδρᾶσαι, Hsch.),
A slip out through, Hp.Morb.Sacr.7; δ. τὸν ὄχλον Plu.Tim.10: abs., prob. in Id.Pel.17.
Greek (Liddell-Scott)
διεκδύομαι: ἀόρ. διεξέδυν˙ - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52˙ δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10.
Spanish (DGE)
huir εὐμαρῶς διεκδύσεται Ph.1.471.