ὅκα: Difference between revisions
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅκᾰ''': Δωρ. ἀντὶ ὅτε, ὡς τὰ [[πόκα]], [[τόκα]] ἀντὶ [[πότε]], [[τότε]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1251, κτλ.· ὅκκᾰ, Μεγαρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 87., 4. 21· - παρὰ Θεοκρ. 8. 68., 11. 22, [[ἔνθα]] ὅκκᾱ, ὁ Meineke προτείνει ὅκκαν, ὡς ἐν Θεαγ. Πυθαγορ. παρὰ Στοβ. σ. 8. 40. | |lstext='''ὅκᾰ''': Δωρ. ἀντὶ ὅτε, ὡς τὰ [[πόκα]], [[τόκα]] ἀντὶ [[πότε]], [[τότε]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1251, κτλ.· ὅκκᾰ, Μεγαρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 87., 4. 21· - παρὰ Θεοκρ. 8. 68., 11. 22, [[ἔνθα]] ὅκκᾱ, ὁ Meineke προτείνει ὅκκαν, ὡς ἐν Θεαγ. Πυθαγορ. παρὰ Στοβ. σ. 8. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dor. c.</i> [[ὅτε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. for ὅτε, Ar.Lys.1251, SIG1 (Abu Simbel, vi B. C.), 241.145 (Delph.), Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene), Theoc.1.66 ; ἔστ' ὅκα· ἐνίοτε παρὰ Ταραντίνοις, Hsch. :—also ὅκκᾰ (q. v.).
German (Pape)
[Seite 315] poet. ὅκκα, dor. = ὅτε, vgl. πόκα u. τόκα.
Greek (Liddell-Scott)
ὅκᾰ: Δωρ. ἀντὶ ὅτε, ὡς τὰ πόκα, τόκα ἀντὶ πότε, τότε, Ἀριστοφ. Λυσ. 1251, κτλ.· ὅκκᾰ, Μεγαρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 87., 4. 21· - παρὰ Θεοκρ. 8. 68., 11. 22, ἔνθα ὅκκᾱ, ὁ Meineke προτείνει ὅκκαν, ὡς ἐν Θεαγ. Πυθαγορ. παρὰ Στοβ. σ. 8. 40.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ὅτε.