ὁμολογουμένως: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμολογουμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ. τοῦ [[ὁμολογέω]], κατὰ τὴν συμφωνίαν, [[συμφώνως]] [[πρός]]..., τοῖς εἰρημένοις Ξεν. Ἀπολ. 27· τῇ μαντείᾳ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 1, 7, κτλ.· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 1. 11· ― ἐν τῇ Στωϊκῇ φράσει, τῇ φύσει ὁμ. ζῆν, τὸ τοῦ Κικέρωνος, naturae convenienter vivere, Διογ. Λ. 7. 87. 2) κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν, ὡς πάντες ὁμολογοῦσι, ὁμ. μαχιμωτάτους Θουκ. 6. 90, πρβλ. Ἀνδοκ. 18. 23, Πλάτ. Συμπ. 186Β· ὁμ. ἀγαθοί, ὁμ. ἄριστοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Β, Μενεξ. 243C· ἡ ὁμ. ἰατρικὴ Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 10. | |lstext='''ὁμολογουμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ. τοῦ [[ὁμολογέω]], κατὰ τὴν συμφωνίαν, [[συμφώνως]] [[πρός]]..., τοῖς εἰρημένοις Ξεν. Ἀπολ. 27· τῇ μαντείᾳ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 1, 7, κτλ.· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 1. 11· ― ἐν τῇ Στωϊκῇ φράσει, τῇ φύσει ὁμ. ζῆν, τὸ τοῦ Κικέρωνος, naturae convenienter vivere, Διογ. Λ. 7. 87. 2) κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν, ὡς πάντες ὁμολογοῦσι, ὁμ. μαχιμωτάτους Θουκ. 6. 90, πρβλ. Ἀνδοκ. 18. 23, Πλάτ. Συμπ. 186Β· ὁμ. ἀγαθοί, ὁμ. ἄριστοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Β, Μενεξ. 243C· ἡ ὁμ. ἰατρικὴ Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> d’un accord unanime, de l’aveu de tous;<br /><b>2</b> d’une manière conforme <i>ou</i> analogue à, d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' ὁμολογουμένος, part. pf. Pass. de [[ὁμολογέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., c. dat.,
A conformably with, τοῖς εἰρημένοις X.Ap.27 : abs., Id.Oec.1.11. b in Stoic Philos., ὁ. ζῆν, with or without τῇ φύσει, Zeno Stoic.1.45, Cleanth.ib.125, Chrysipp. ib.3.4. 2 by common consent, confessedly, admittedly, ὁ. μαχιμώτατοι Th.6.90, cf. And.1.140, Pl.Smp.186b, Hyp.Lyc.6, etc. ; ὁ. ἀγαθοί, ὁ. ἄριστοι, Pl.La.186b, Mx.243c ; ἡ ὁ. ἰητρική Hp.VM5.
German (Pape)
[Seite 338] zugestandenermaßen, offenbar; τῶν ἐκεῖ ὁμολ. βαρβάρων μαχιμώτατοι, Thuc. 6, 90; oft bei Plat., wie Conv. 186 b Theaet. 157 b; Folgde, wie Pol. 3, 47, 7 u. öfter; auch τινί, übereinstimmend mit Etwas, Xen. Apol. 27; τῇ φύσει ὁμ. ζῆν sagten die Stoiker, D. L. 7, 87.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολογουμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ. τοῦ ὁμολογέω, κατὰ τὴν συμφωνίαν, συμφώνως πρός..., τοῖς εἰρημένοις Ξεν. Ἀπολ. 27· τῇ μαντείᾳ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 1, 7, κτλ.· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 1. 11· ― ἐν τῇ Στωϊκῇ φράσει, τῇ φύσει ὁμ. ζῆν, τὸ τοῦ Κικέρωνος, naturae convenienter vivere, Διογ. Λ. 7. 87. 2) κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν, ὡς πάντες ὁμολογοῦσι, ὁμ. μαχιμωτάτους Θουκ. 6. 90, πρβλ. Ἀνδοκ. 18. 23, Πλάτ. Συμπ. 186Β· ὁμ. ἀγαθοί, ὁμ. ἄριστοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Β, Μενεξ. 243C· ἡ ὁμ. ἰατρικὴ Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 10.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d’un accord unanime, de l’aveu de tous;
2 d’une manière conforme ou analogue à, d’accord avec, τινι.
Étymologie: ὁμολογουμένος, part. pf. Pass. de ὁμολογέω.