ἐγχωρούντως: Difference between revisions
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
(6_6) |
(big3_13) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγχωρούντως''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ [[ἐγχωρέω]], Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1014, ἔκδ. Μί. | |lstext='''ἐγχωρούντως''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ [[ἐγχωρέω]], Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1014, ἔκδ. Μί. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. sobre el part. pres. de [[ἐγχωρέω]] [[en la medida de lo posible]] τὸ παντελὲς καὶ πρὸς τὸν υἱὸν ἀπαράλλακτον τῆς φύσεως [[αὐτοῦ]] τῇ πίστει ἐ. θεωρήσας Didym.<i>Trin</i>.M.39.700D. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχωρούντως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ ἐγχωρέω, Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1014, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. pres. de ἐγχωρέω en la medida de lo posible τὸ παντελὲς καὶ πρὸς τὸν υἱὸν ἀπαράλλακτον τῆς φύσεως αὐτοῦ τῇ πίστει ἐ. θεωρήσας Didym.Trin.M.39.700D.