διοπεύω: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διοπεύω''': ἐπιστατῶ κατὰ τὴν φόρτωσιν πλοίου, [[ἐπιβλέπω]] εἰς τὸ [[φορτίον]] καὶ τὴν φόρτωσιν (πρβλ. [[δίοπος]], ὁ, ΙΙ), δ. τὴν ναῦν (κατὰ διόρθ. τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἀντὶ τοῦ διοπτεύων), παρὰ Δημ. 929. 20., 934. 22. | |lstext='''διοπεύω''': ἐπιστατῶ κατὰ τὴν φόρτωσιν πλοίου, [[ἐπιβλέπω]] εἰς τὸ [[φορτίον]] καὶ τὴν φόρτωσιν (πρβλ. [[δίοπος]], ὁ, ΙΙ), δ. τὴν ναῦν (κατὰ διόρθ. τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἀντὶ τοῦ διοπτεύων), παρὰ Δημ. 929. 20., 934. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être commandant de navire.<br />'''Étymologie:''' [[δίοπος]]¹, codd. [[διοπτεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be captain of a ship, δ. τὴν ναῦν (Harp., διοπτεύων codd.) Test. ap. D.35.20,34.
Greek (Liddell-Scott)
διοπεύω: ἐπιστατῶ κατὰ τὴν φόρτωσιν πλοίου, ἐπιβλέπω εἰς τὸ φορτίον καὶ τὴν φόρτωσιν (πρβλ. δίοπος, ὁ, ΙΙ), δ. τὴν ναῦν (κατὰ διόρθ. τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἀντὶ τοῦ διοπτεύων), παρὰ Δημ. 929. 20., 934. 22.
French (Bailly abrégé)
être commandant de navire.
Étymologie: δίοπος¹, codd. διοπτεύω.